κλειδώσεις

κλειδώσεις
κλείδωσις
fastening
fem nom/voc pl (attic epic)
κλείδωσις
fastening
fem nom/acc pl (attic)
κλειδόω
lock up
aor subj act 2nd sg (epic)
κλειδόω
lock up
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • ακόνδυλος — η, ο (Α ἀκόνδυλος, ον) [κόνδυλος] νεοελλ. αυτός που δεν έχει αρμούς, κλειδώσεις αρχ. αγρονθοκόπητος, άδαρτος …   Dictionary of Greek

  • δικόνδυλος — δικόνδυλος, ον (Α) (για τα δάχτυλα) αυτός που έχει δύο κονδύλους, κλειδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόνδυλος «κλείδωση»] …   Dictionary of Greek

  • ιπωτρίς — ἰπωτρίς, ἡ (Α) [ιπώ] μέσο πίεσης στις εξαρθρωμένες κλειδώσεις τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • πολυσφόνδυλος — ον, Α (για το σώμα) αυτός που έχει πολλές κλειδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφόνδυλος «κλείδωση, συνάρθρωση οστών»] …   Dictionary of Greek

  • στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ξεκλείδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κλείστηκε με κλειδί, ανασφάλιστος: Το σπίτι το αφήσαμε ξεκλείδωτο. 2. αυτός που έχει παράλυση στις κλειδώσεις: Περπατά ξεκλείδωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”